φιλοδρήριος

φιλοδρήριος
-ον, Α
αυτός που συμπαθεί τους Δρηρίους, κατοίκους τής Δρήρου, πόλης τής ανατολικής Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Δρήριος (< Δρῆρος, αρχ. πόλη τής Κρήτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”